1964: η αστική διανόηση εμπεδώνει κοινωνικά και καθεστωτικά μερικές από τις δυνατότητες του μοντερνισμού, με φιλολογικό σημείο αναφοράς της το περιοδικό Εποχές. Η αριστερή διανόηση επιχειρεί να καλύψει το χαμένο έδαφος, αναδεχόμενη τις μοντερνιστικές κατακτήσεις και δοκιμάζοντας να αρθρώσει τον δικό της λόγο μέσα από την Επιθεώρηση Τέχνης.
Μια ανήσυχη παρέα της εποχής εκδίδει το περιοδικό Πάλι, που θα επιχειρήσει να διευρύνει τη συζήτηση αλλά και να υποδεχθεί τα νέα ρεύματα που ήδη έχουν αρχίσει να ανθίζουν. Μια πρωτοποριακή προσπάθεια.
Τώρα, ένας φόρος τιμής, αλλά και μια αφορμή για σκέψεις – όχι και τόσο ευχάριστες σκέψεις για το λογοτεχνικό μας παρόν...
Κ.Β.
~~~~~~~~~~~
Μικρό ιστορικό του ΠΑΛΙ
ΤΟΥ ΝΑΝΟΥ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ
Το ΠΑΛΙ εκδόθηκε στα χρόνια της κρίσιμης και νευραλγικής τετραετίας που προηγήθηκε στην τραγική επταετία. Στο διάστημα αυτό ήταν φανερό ότι πηγαίναμε για κάτι δυσάρεστο. Το πολιτικό κλίμα και το πνευματικό δε διαφέρανε τόσο ριζικά. Οι προκλήσεις, οι παρεξηγήσεις, οι φανατισμοί, το εκδικητικό πνεύμα, η έλλειψη συνεργασίας, ο εγωισμός, και ο διάλογος των κουφών, κυριαρχούσαν στο πνευματικό επίπεδο και στο πολιτικό. Του πολιτικού τα δράματα είναι πασίγνωστα. Πολύ λιγότερο γνωστά είναι τα επεισόδια ανάμεσα στους συγγραφείς και στις διάφορες τάσεις. Με κάποια μελαγχολία ξανασυλλογίζουμαι τα διαδραματισθέντα...
Από καιρό, αφότου είχα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1960 απ' τη Γαλλία, ήθελα να βγάλω ένα περιοδικό που να δικαίωνε το ρόλο του υπερρεαλισμού και άλλων πρωτοποριακών κινημάτων στην πνευματική ζωή της Ελλάδας. Έβρισκα όμως ανάμεσα στους φίλους μου ένα τείχος δισταγμών και άρνησης. Όλοι φοβόντουσαν και αυτό που φοβόντουσαν θαρρώ περισσότερο από οτιδήποτε ήταν τον εαυτό τους, ή τους άλλους. Ποιοι ήταν αυτοί οι μυθικοί άλλοι; Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων δεν ήτανε "κανένας"... Ήταν ένα πνεύμα εποχής, όπως οι συνωμότες στο στρατό και στα παρασκήνια της πολιτικής. Κάτι εντελώς αόριστο και γιαυτό πολύ δύσκολο να κατανικηθεί. Έτσι πέρασαν δυο χρόνια με στείρες απόπειρες και κουβέντες... Το φθινόπωρο όμως του 1962 γνώρισα μιαν ομάδα νέων ποιητών, που είχαν πολύ ζωντάνια... Ήταν τότε ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Τάσος Δενέγρης, η Εύα Μυλωνά και ο Νίκος Στάγκος... Τη χρονιά αυτή, η Μαντώ Αραβαντινού είχε βγάλει πρόσφατα τη Γραφή Α', και ο Κώστας Ταχτσής είχε ξαναγυρίσει από ταξίδι στην Αμερική... Αυτά όλα ενεργήσανε σα καταλυτικά σημάδια και μου δώσανε θάρρος. Τους μάζεψα όλους και το Γιώργο Μακρή που έγραψε την εισαγωγή στο πρώτο τεύχος, και ύστερα από συχνά θυελλώδεις συζητήσεις, στα τέλη του Γενάρη 1964 βγήκε αχρονολόγητο (κατά λάθος) το "Πάλι ένα". Είχε μικρή υποδοχή. Όσοι δεν ήταν μέσα παραπονέθηκαν ή το κρίνανε αυστηρά. Άλλοι όπως ο Σεφέρης με συγχαρήκανε μ' επιφυλάξεις. Ο Σεφέρης μάλιστα μια βραδιά στο Αμερικάνικο Ινστιτούτο, μου ’πε, "καλό το 'Πάλι', πολύ καλό, μα γιατί να κάνεις τόση υπερρεαλιστική ακαδημία; γιατί είναι Ακαδημία" τόνισε, "ο υπερρεαλισμός σήμερα...". Του απάντησα πως υπήρχαν φυσικά λογής-λογής ακαδημίες κι ανάμεσα σ' αυτές εννοούσα φυσικά του μοντερνισμού γενικά κι ειδικότερα του Πάουντ και του Έλιοτ.
Η ανταλλαγή αυτή δείχνει την αιχμηρότητα των σχέσεων ανθρώπων που κανονικά έπρεπε να συνεργάζονται. Τέτοιες κατ' επέκταση ήταν και οι σχέσεις μας με το πιο προχωρημένο περιοδικό της εποχής εκείνης, τις ΕΠΟΧΕΣ. Οι "Εποχές" κάτω από την αιγίδα του Σεφέρη είχαν μια υπερσυντηρητική στάση. Από τους ποιητές φτάσανε να δημοσιεύουν τον Ελύτη αργά το Μάιο του ’67 θαρρώ. Δοκιμάζοντας να κρατηθούν σε υψηλό επίπεδο φτάσαν στο άλλο άκρο: τον αποκλεισμό, των νέων ποιητών, μια συντηρητική πολιτική για την πεζογραφία. Το "Πάλι" αντίθετα θαρραλέα άνοιξε τις πόρτες του στους νέους, και στην αναζήτηση γενικά. Έφερε το κλίμα του Μπητνικισμού για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με μεταφράσεις του Γκίνσμπεργκ, του Λαμαντία, και άλλων και ξαναεδραίωσε την προσφορά της γενιάς των πρώτων υπερρεαλιστών, με μόνη την απουσία του Ελύτη, γεγονός που σήμερα το αποδίδω μάλλον σε παρεξήγηση που ήταν μέρος του κλίματος τότε. Λάθη φυσικά γίνανε πολλά. Πολλοί ποιητές δεν πρόλαβαν να μπουν. Ιδιαίτερα λυπάμαι για την απουσία του Μιχάλη Κατσαρού, που δε θα το ξεχάσω ποτέ, μ' έπιασε μια μέρα στο Σύνταγμα και με ρώτησε έντονα αν θα λάβαινα μέρος στον αδερφοκτόνο πόλεμο που θα ξεσπούσε σε λίγο ανάμεσα στον Ετεοκλή και στον Πολυνίκη. Του απάντησα "φυσικά, δε φοβάμαι...". Δεν είναι ζήτημα θάρρους, μου είπε κοφτερά, "αλλά θράσους...". Η θρασύτητα της επταετίας δίνει ένα ιδιαίτερα ζοφερό φως στην κεραυνοβόλα αυτή προφητεία του ’65-’66. Μένει η περιπέτεια της ζωής και του θανάτου του Γιώργου Μακρή, που δε δέχτηκε να υπογράψει την εισαγωγή μου, όμως υπέγραψε στο ίδιο τεύχος, τη μετάφρασή του της "ΠΕΤΡΑΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ" του Οκτάβιο Παζ. Οι καταστροφές εκείνου του καιρού ήταν σα προμηνύματα εκείνων που θα ερχόντουσαν. Η καταβύθιση του Φέρρυ Μπωτ "Ηράκλειου", με την ομηρική περιγραφή των σκηνών του ναυαγίου στις εφημερίδες, προαναγγέλλανε το γενικότερο ναυάγιο της ελληνικής κοινωνίας και την πτώση της στο φασισμό. Εγώ ο ίδιος, είχα προβλέψει τη στρατιωτική δικτατορία απ' το ’59, σε συζητήσεις με φίλους που ποτέ δε συμφωνούσαν, κι ας λέει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην "Ερατώ" ότι δεν προέβλεψα το μέλλον στο κομμάτι που αναδημοσιεύει ολόκληρο, όπου περιγράφω την Ελλάδα της εποχής αυτής. Βρίσκεται στο "Πάλι 4" σελ. 77. Δυστυχώς, σαν το Μιχάλη Κατσαρό την προέβλεψα, αλλά δεν ήθελα να το γράψω δημόσια μη τυχόν κι από γρουσουζιά συμβεί. Δε μ' αρέσει ποτέ ο ρόλος της Κασσάνδρας, κι ούτε σήμερα μ' αρέσει...
Να κι ένα μικρό επεισόδιο το ’67, με το φίλο του Ώντεν, Τσέστερ Κάλμαν, λίγες εβδομάδες πριν απ' το κίνημα, που με ρώτησε τι θα συμβεί μετά τις εκλογές... του είπα δίχως δισταγμό Στρατιωτική Δικτατορία. Δεν ήξερα ούτε κι εγώ φυσικά τι έλεγα, κι ούτε έβαζα με το νου μου το κλίμα των διωγμών και βασανιστηρίων ίσαμε την τελική σφαγή του Νοέμβρη ’73...
Ο Κάλμαν ξαναγύρισε την Αθήνα μετά την καφκική ’21 Απριλίου, και με σταμάτησε στο δρόμο για να μου πει: ξέρεις έχεις αποκτήσει τ' όνομα προφήτη στη Βιέννη, όπου είχε πάει να επισκεφτεί τον Ώντεν. Του απάντησα κι εγώ κοφτερά: "Στη Βιέννη ναι, στην Αθήνα ποτέ...".
Έτσι το "Πάλι" από τη θετική του πλευρά κι απ' την αρνητική, μένει ένα ντοκουμέντο εποχής, που προετοιμάζει δίχως άλλο την εμφάνιση μιας νέας γενιάς ποιητών στο διάστημα της δεύτερης κατοχής, και ενός πνεύματος ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους, με τις γενναίες πράξεις των ΚΕΙΜΕΝΩΝ και της ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ’73. Ελπίζω πως αυτό το πνεύμα το θεμελιωμένο στην αυτοθυσία εκείνων που δώσανε τη ζωή τους για να ’μαστε σήμερα ελεύθεροι και άνθρωποι, θα συνεχιστεί και δε θα ξεχαστεί ποτέ, και φυσικά προσθέτω, το πνεύμα όλων αυτών που εργάστηκαν ακούραστα μέσ' την Ελλάδα, που φυλακίστηκαν, που δεν το βάλανε κάτω, κι όσων από την εξορία συντέλεσαν να φύγει το κακό, και να μείνει για πάντα μακριά από τον τόπο μας.
Ώκλαντ - Σαν Φρανσίσκο, 1975
Α' δημοσίευση στον τόμο "ΠΑΛΙ - ανάτυπο 6 τευχών, 1964-1966", που εκδόθηκε με επιμέλεια του περιοδικού "ΣΗΜΑ", τον Σεπτέμβριο του 1975
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου