ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ
Ηλίας Πετρόπουλος, ο ανιχνευτής των «επιλήψιμων»
Λόγος σήμερα για τον συγγραφέα Ηλία Πετρόπουλο, που έφυγε από τη ζωή πριν από 15 χρόνια –3 Σεπτεμβρίου 2003, στα 75 του, στο Παρίσι όπου ζούσε τα τελευταία 29 χρόνια. Και καθώς δεν είχε σε εκτίμηση το άψυχο σαρκίον του, είχε ζητήσει από τη σύζυγό του Μαίρη Κουκουλέ (συγγραφέα μεταξύ άλλων, της «Νεοελληνικής Αθυροστομίας»): «Οταν ψοφήσω, εδώ, στο Παρίσι, / να κάψεις το κουφάρι μου στο κρεματόριο / και να ρίξεις τις στάχτες στο υπόνομο. / Τέτοια είναι η διαθήκη μου» (περιλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή «Ποτέ και Τίποτα»). Και η σύζυγός του, συνοδευόμενη από φίλους, ικανοποίησε την επιθυμία του.
Πέθανε από καρκίνο (αποφεύγω στην περίπτωση του τα ανώδυνα «έφυγε» και «επάρατη νόσος», καθώς ο ίδιος δεν φοβόταν τις λέξεις. «Πες, βρε παιδί μου, πέθανε ο τάδε ποιητής από καρκίνο, πες το σταράτα» είχε πει σε συνέντευξη).
Ο κόσμος του
Δεν είναι βέβαιο ότι φεύγοντας το 1974 από την Ελλάδα είχε ρίξει «μαύρη πέτρα». Η απόφασή του προέκυψε συν τω χρόνω, καθώς αποκοβόταν όλο και περισσότερο. Προτιμούσε να ζει και να δουλεύει σ’ έναν ξένο τόπο, στον δικό του κόσμο των «επιλήψιμων» θεμάτων, των απόβλητων, του υποκόσμου, του περιθωρίου, των αντιεξουσιαστών, αυτών που δεν βολεύονται με δοτές αλήθειες και «τάξεις».
Ενδεικτικά μερικοί τίτλοι βιβλίων του: «Ρεμπέτικα τραγούδια», «Εγχειρίδιο του καλού καλού κλέφτη», «Το μπουρδέλο», «Το Αγιο Χασισάκι», «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», «Η ιστορία της καπότας», «Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι», «Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης», «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης», «Ο κουραδοκόφτης», «Ποιήματα» (ή σχεδόν ποιήματα τα χαρακτηρίζει ο ίδιος) και άλλα, μεταξύ των οποίων και ένα με άρθρα του στην καθημερινή και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (τα περισσότερα από τις εκδόσεις «Νεφέλη»). Βιβλία (μεταφρασμένα και σε ξένες γλώσσες), που του προσπόρισαν φήμη, φανατικούς αναγνώστες αλλά και πολέμιους –πράγμα που δεν φαίνεται να τον ενοχλούσε. «Χρειάζεται μεγάλο ταλέντο για να καταντήσεις αντιπαθητικός» γράφει στο «Κυρίως αυτό», ένα λεύκωμα με κολάζ. Και διώξεις: «Είχα κουραστεί να μπαινοβγαίνω στις φυλακές».
Μιλούσαμε τακτικά στο τηλέφωνο, λόγω της συνεργασίας του με την εφημερίδα (διατηρώ σχετικά και κάμποσα άψογα ιδιόγραφα σημειώματά του), ενώ τον είχα συναντήσει σε επαγγελματικά ταξίδια στη γαλλική πρωτεύουσα στο σπίτι του, σε μια περιοχή που θύμιζε Πλάκα. Οπου είχαν προκύψει και κάποιες συνεντεύξεις –η μεγαλύτερη στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (5 Ιουλίου 1987) με τίτλο «Είμαι με τον διάβολο», απ’ όπου και τα περισσότερα στοιχεία για το παρόν κείμενο.
Της καταστροφής…
Βιβλία με υποδειγματική τάξη ολόγυρά του, αλλά και ντοσιέ δηλώνουν στη ράχη τους, με τον δικό του καλλιγραφικό χαρακτήρα, το περιεχόμενό τους: «Πρωκτός», «Κλανιόλα», «Τριλογία του κώλου» και άλλα παρεμφερή. Θέματα που ενδεχομένως μπορεί να σοκάρουν τον επισκέπτη, αλλά που ο ίδιος, όταν ερχόταν ο λόγος, εξηγούσε σοβαρότατα (δεν θυμάμαι να το καλαμπούριζε) σαν επιστημονική εργασία. Αδυναμίες του, κατά δική ομολογία, η γυναίκα («έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου»), το πούρο, ο καφές –όχι ποτά, όχι ουσίες («δεν έχω δοκιμάσει ποτές στη ζωή μου ναρκωτικά»).
Στη συνέχεια εξηγεί γιατί διατηρεί αυτή την αρνητική εικόνα για την Ελλάδα:
«Κοιτάξτε, είμαι άθεος [είχε αξιώσει και είχε αναγραφεί στην ταυτότητά του], είμαι πορνογράφος, είμαι λιμπερτέν, είμαι αναρχικός και αντιλαμβάνεστε ότι όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα βλέπω με ειρωνικό μάτι».
– Τη Γαλλία πώς τη διαλέξατε;
«Τους σιχαίνομαι τους Γάλλους, μου γυρίζουν τ’ άντερα. Αυτός ο κωλολαός μού γυρίζει τ’ άντερα».
– Μα καλά, πού θα θέλατε να ζείτε;
«Στη Γαλλία, στη Ρώμη».
– Εχετε ζήσει εκεί;
«Εχω πάει, έχω ταξιδέψει. Οι Ιταλοί είναι ένας λαός που λατρεύω. Νομίζω ότι είναι ένας λαός που συνδυάζει ζεστασιά τη μεσογειακή με την κουλτούρα τη μεσογειακή».
– Εχετε παρτίδες με Ελληνες;
«Οχι».
– Από έλλειψη χρόνου ή άλλο λόγο;
«Οχι, δεν θέλω. Κάνω παρέα με πολλών ειδών ανθρώπους: Αμερικανούς, Γάλλους, αναρχικούς. Γενικά κάνω παρέα με ανθρώπους που με σπρώχνουν στην καταστροφή…»
– Αυτό πάλι…
«Αμα κάνεις παρέα με αναρχικούς, κατά κανόνα καταδικάζεσαι διά της σιωπής, αλλά αυτές είναι οι παρέες μου…».
Και στο φινάλε της κουβέντας μας:
«Δεν πιστεύω σε τίποτα δοτό –ό,τι κι αν είναι αυτό: κόμμα, εκκλησία, στρατός. Θέλω να βρω τη δική μου αλήθεια…»